- επιθυμημα
- ἐπιθύμημαἐπι-θύμημα-ατος (ῡ) τό1) предмет желаний, желаемое Xen.2) (горячее) желание, вожделение Plat., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιθύμημα — ἐπιθύμημα, τὸ (Α) [επιθυμώ] 1. το αντικείμενο επιθυμίας, επιθυμητό, ποθητό πράγμα («πάντων ανθρώπων ἐστί κοινόν ἐπιθύμημα ἕν τι», Πλάτ.) 2. επιθυμία, πόθος … Dictionary of Greek
ἐπιθύμημα — ἐπιθύ̱μημα , ἐπιθύμημα object of desire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμημάτων — ἐπιθῡμημάτων , ἐπιθύμημα object of desire neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήμασι — ἐπιθῡμήμασι , ἐπιθύμημα object of desire neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήμασιν — ἐπιθῡμήμασιν , ἐπιθύμημα object of desire neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήματα — ἐπιθῡμήματα , ἐπιθύμημα object of desire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήματος — ἐπιθῡμήματος , ἐπιθύμημα object of desire neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)